Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Πρωτοδιαβάζοντας Ρίλκε


Πρωτοδιαβάζοντας Ριλκε, παραλία Λιβάδι, Δονούσα, τέλη Ιούλη 2013

Κι όμως τελικά στο θάνατο

Το αυγουστιάτικο πρωινό με προσπέρασε χρυσοπόδαρο και τρύπωσε στο δάσος.
Ήμουν ξαπλωμένος μέσα στα σγουρά, γυαλιστερά μούσκλια και παρακολουθούσα το διάβα του. Είδα τις φωτεινές πρασινωπές αντανακλάσεις που έριχνε πάνω στο ασημόλευκο χαλίκι, λες και σκορπούσε απλόχερα γύρω τους κρυστάλλους μαλαχίτη. Και αφουγκράστηκα το ανάλαφρο βήμα του, που ξυπνούσε τα έκπληκτα λουλούδια από τον μακρύ , γλυκό ύπνο τους.
Άνοιξα διάπλατα τα χέρια μου και έστρεψα το βλέμμα ψηλά, στις φουντωτές κορφές των δέντρων, που λικνίζονταν απαλά πέρα δώθε, πέρα δώθε, όμοιες με πελώριες σκούπες που είχαν βαλθεί, θα λεγες, να κάνουν το γαλάζιο ουρανό να λάμψει από πάστρα. Κι ας ήταν αυτός τόσο διαυγής και λαμπερός!
Μέχρι που κάποια στιγμή άρχισαν να χορεύουν ασημένια αστεράκια μπροστά στα μάτια μου, πυκνά, όλο και πυκνότερα, μέχρι που μια μάζα από λαμπερό φως βάρυνε τα βλέφαρά μου, και τα έκλεισα. Φως γέμιζε την ψυχή μου – και ρουφούσα βαθιά και γαλήνια το αψύ άρωμα του δάσους…
Και τότε άκουσα κλαράκια να σπάνε. Έμεινα ασάλευτος στη θέση μου. Μισοναρκωμένος σκέφτηκα: Κάποιο ελάφι θα ναι – σίγουρα. Και είδα με τη φαντασία μου το καφετί, λεπτοπόδαρο ζώο να με παρακολουθεί περίεργο και ανήσυχο, με τα μεγάλα, σκουρόχρωμα μάτια του, μέσα από μια χαραμάδα των πράσινων φύλλων…
Ο θόρυβος ξανακούστηκε.
Μα αυτά ήταν βήματα ανθρώπου.
Βγήκα απότομα από τη νάρκη μου. Μ εκείνο το αθέλητο σκίρτημα φόβου που νιώθουμε όταν κάποιος μας αιφνιδιάζει μέσα στα όνειρά μας, τινάχτηκα όρθιος.
Έψαξα με το βλέμμα γύρω μου.
Τίποτα.
Κι όμως – να! Πίσω από το θάμνο: Μια φιγούρα. Ένας άντρας. – Το πρόσωπό του δεν φαινόταν. Φορούσε γκρι σακάκι. – Κυνηγός, σκέφτομαι, και κάνω να ξαναξαπλώσω. Όμως - η ηρεμία μου έχει χαθεί.
Αθόρυβα, σαν να φοβάμαι, σηκώνομαι και πάλι. Και την ίδια στιγμή ένα συσπασμένο, έντονα ζαρωμένο πρόσωπο στρέφει το απλανές, κι ωστόσο πυρωμένο βλέμμα πάνω μου… Το ένα χέρι του είναι υψωμένο. Και το χέρι αυτό –ω Θεέ μου- το χέρι αυτό κρατάει ένα μικρό πιστόλι κολλημένο στον κρόταφο…
Ο άντρας με είχε αντιληφθεί. Άτονο πέφτει το χέρι του στο πλάι.
Ένα παγερό, χλευαστικό χαμόγελο γεμίζει με μικρές χαρακιές τις βλοσυρά χαμηλωμένες γωνίες του στόματός του.
Στεκόμαστε βουβοί, ο ένας απέναντι στον άλλο. Το βλέμμα του εκπέμπει πυρακτωμένη οργή.
Καταφέρνω να βρω το θάρρος μου. Προχωρώ αγριεμένος κατά πάνω του. Και το μόνο που βγαίνει με κόπο από το στεγνό, σφιγμένο λαρύγγι μου είναι μια λέξη:
«Γιατί;»
Εκείνος γελάει. Ένα γέλιο που κουρελιάζει το αγιασμένο, γαλάζιο πρωινό. Παγερό ρίγος με διαπερνάει. –             Ο άντρας απέναντί μου παραμένει σιωπηλός.
Ακίνητοι ζυγιάζουμε ο ένας τον άλλο. – Ψηλά πάνω απ τα κεφάλια μας αργοσαλεύουν οι κορφές των δέντρων.
Και τότε ένα βαθύ αναφιλητό τραντάζει απ την κορφή ως τα νύχια τον άντρα μπροστά μου. Πέφτει στα γόνατα και πλέκει, σαν ικέτης, τα γεμάτα φλέβες χέρια του:
«Δεν μπορώ να ζω» - ψελλίζει. – «Δεν μπορώ…»
Αφήνω τον πόνο του να ξεσπάσει.
Κάποια στιγμή αρχίζει να καταλαγιάζει. Χώνει το πιστόλι στην τσέπη του. Και αρχίζει να διηγείται:
Έχει μια γυναίκα σπίτι του. – Την αγαπάει. Κι αυτή είναι καλή και στοργική.
Έρχονται όμως κάποιες μέρες, που τα μάτια της (γαλανά είναι κανονικά) γίνονται πράσινα, το μάγουλό της κάτωχρο και το χείλι της καμπυλώνεται φιλήδονα, λες και ρουφάει το γλυκό χυμό ενός αγαπημένου μυστικού.
«Τις μέρες εκείνες με φωνάζει με το επώνυμο μου. Μπέργκερ, λέει, ενώ ποτέ άλλοτε δε με αποκαλεί έτσι. Με αποφεύγει τότε συστηματικά και χαμηλώνει τα βλέφαρα όταν την κοιτάζω, είναι αφηρημένη, απόμακρη, απούσα. –
»Άρρωστη θα ναι, σκέφτηκα. –
»Πάντα όμως της περνάει.
»Και πριν από λίγες μέρες συνέβη το ίδιο. Το βλέμμα της ήταν χαμένο κάπου μακριά, ήταν σαν να μην υπήρχα γι αυτήν,  το χέρι της έτρεμε…
»Όταν αποσύρθηκε στο δωμάτιό της, την ακολούθησα κλεφτά, κοίταξα από μια χαραμάδα και την είδα να κλαίει γονατιστή στο πάτωμα και να φιλάει ένα ματσάκι μαραμένα λουλούδια – να το φιλάει μ ένα πάθος που δεν υπήρχε ποτέ στα φιλιά της σε μένα, ούτε καν την πρώτη νύχτα του γάμου μας.
»Κι απ τη στιγμή εκείνη, ξέρω. – Αγάπησε κάποιον. Πριν από μένα. Και τον αγαπάει ακόμα!» Με το κορμί του να σείεται σπαρακτικά ούρλιαξε τα τελευταία αυτά λόγια, και η κραυγή του πλημύρισε το δάσος. – «Και τις μέρες αυτές μεθάει από την καυτή ευωδία της μαραμένης ευτυχίας της. Με τον τρόπο αυτό με απατάει. – Μ ε τον τρόπο αυτό ρίχνεται, αυτή που ορκίστηκε να ανήκει σε μένα και μόνο σε μένα, στην αγκαλιά ενός ίσκιου…»
Ξεψυχισμένα έσβησαν τα λόγια του. – Ένιωσα να με πλημμυρίζει  βαθιά συμπόνια. Πέρασα το χέρι μου κάτω απ το μπράτσο του. «Ελάτε». Και του μίλησα, προσπαθώντας να απαλύνω τον πόνο της ψυχής του.
Εκείνο που θα έπρεπε να κάνει θα ήταν να μιλήσει ευθέως στη γυναίκα του. Να της ανοίξει την καρδιά του και να της εκμυστηρευτεί τι είναι αυτό που τον βασανίζει τόσο· κι εκείνη σίγουρα θα αντάμειβε τότε με την ειλικρίνεια της την ευθύτητα του αυτή. Άρχισε πραγματικά να συνέρχεται και να ηρεμεί.
«Κοιτάξτε» είπα, «η συμπόνια μου για την οδύνη σας, κύριε Μπέργκερ, και η υποβλητική σιγαλιά του δάσους με ωθούν στο να σας διηγηθώ ένα κομμάτι της ζωής μου. – Έχουν περάσει χρόνια από τότε. – Αγαπούσα μια κοπέλα. – Γι αυτήν υπήρχα, γι αυτήν ανέπνεα. Και μια μέρα είδα την αλήθεια: με απατούσε. – Κι ωστόσο παρέμεινα ήρεμος. Τα βήματα μου με οδήγησαν έξω, στη γαλήνια μοναξιά του λιβαδιού. Στην τσέπη μου, ένα γεμάτο περίστροφο. Ήμουν βαθιά πεπεισμένος, για μένα δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά – ο θάνατος. Κι έτσι βρέθηκα να στέκομαι εκεί, στη μέση μια απέραντης ερημιάς, και άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί γύρω μου. Κανείς. – Έβαλα λοιπόν το χέρι στην αριστερή τσέπη – κι όπως πιάνω το πιστόλι, τραβάω μαζί του και ένα κομμάτι χαρτί. Μηχανικά το παρατηρώ.
»Ήταν μια μικρή, απέριττη νουβέλα με έντονο ποιητικό άρωμα, που είχα γράψει κάποτε σε στιγμές ψυχικής ανάτασης. Διάβασα λοιπόν έτσι στα πεταχτά δυο τρεις αράδες.
»Κι αμέσως κάθισα στο απαλό γρασίδι, ακούμπησα το πιστόλι δίπλα μου και συνέχισα το διάβασμα.
»Σαν βάλσαμο στάλαζαν τα λιτά, ζεστά λόγια μέσα στη θύελλα της ψυχής μου. Μισή ώρα αργότερα βάδιζα με καθάριο βλέμμα και γαληνεμένο στήθος προς την πόλη. – Τώρα ήξερα: υπάρχει γιατρειά για τον πόνο μου. Ένα ισχυρό και αποτελεσματικό φάρμακο: Δουλειά. –
»Αυτή είναι η ιστορία μου».
Ο άντρας δίπλα μου με κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα – με βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη. Δε μίλησε. Άρπαξε όμως με τα δυο του χέρια το δεξί δικό μου και το σφιξε δυνατά. – Κι αυτή του η κίνηση και μόνο μου έδωσε να καταλάβω: - η ζωή τον είχε ξανακερδίσει. –
Οι δυο μας προχωρήσαμε βαθύτερα μέσα στο δάσος. – Η αστραφτερή μέρα του Αυγούστου έχυνε στοργικά χρυσή γαλήνη στις συγκινημένες, δεκτικές καρδιές μας. Σωπαίναμε· όμως κάθε τόσο ανταλλάσαμε βλέμματα, σαν δυο καλοί, παλιοί φίλοι· μια βαθιά αλληλοκατανόηση μας έδενε. –
Κατόπιν ήρθαν και κάποιες αβίαστες, ανέμελες κουβέντες. Για τα περασμένα και τα μελλούμενα, αναμνήσεις και προσδοκίες. – Και τα λόγια του ηχούσαν τόσο ήρεμα, τόσο ειρηνικά στη μεσημεριάτικη σιγαλιά. –
Ώσπου ξάφνου εκείνος ρώτησε: … «Και το ξεπεράσατε λοιπόν τελείως;»…
Τον διαβεβαίωσα: «Τελείως»…
Το βλέμμα του έγινε ερευνητικό: «Πραγματικά;»
«Με ποιόν τρόπο θα μπορούσα να σας το αποδείξω;» ρώτησα.
«Με ποιόν τρόπο;» - Έμεινε σκεφτικός.
Κατόπιν χαμογέλασε: «Είστε σε θέση να προφέρετε το όνομά της, χωρίς να ταραχτείτε;».
«Μα και βέβαια: Έλενα Κρόνερ».
Μια εκπυρσοκρότηση κομματιάζει δίπλα μου τη γαλήνη του δάσους. Με τσακισμένο κρανίο ο Μπέργκερ σωριάζεται στα υγρά μούσκλια. – Νεκρός.
Την επομένη ξεφύλλιζα την εφημερίδα. Στην τελευταία σελίδα, σε μια γωνίτσα, η φειδωλή αγγελία θανάτου του Μπέργκερ. Και από κάτω:
Η βαρυπενθούσα χήρα
Έλενα Μπέργκερ
το γένος Κρόνερ.




(Rainer Maria Rilke, Χοροί θανάτου (Ι), από το βιβλίο “Αυτός που σκότωσε το δράκο και άλλα διηγήματα”, μτφρ. Τατιάνα Λιάνη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου